πέδικλον

πέδικλον
το см. πεδούκλα 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πέδικλον" в других словарях:

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… …   Dictionary of Greek

  • μπερδουκλώνω — (Μ μπερδουκλώνω) μπουρδουκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών μπερδεύω + μσν. μποδουκλώνω (< πεδοκλώνω < πεδικλώνω < πέδικλον)] …   Dictionary of Greek

  • πέδικλο — και πε(ρ)δούκλι και περδούκλα, το / πέδικλον, ΝΜΑ (για τα ζώα) η πέδη που προσαρμόζεται στα πόδια ορισμένων ζώων για να μην απομακρύνονται από ορισμένη περιοχή ή για να συνηθίσουν σε ορισμένο βηματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • τριπέδικλον — τὸ, Α ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδικλον πιθ. < λατ. pediculus «μίσχος», υποκορ. τής λ. pes «πόδι, μίσχος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»